- υδροβρώμιο
- το, Νχημ. ανόργανη χημική ένωση τού βρωμίου με υδρογόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + βρώμιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδροβρωμικός — ή, ό, Ν 1. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υδροβρώμιο 2. φρ. «υδροβρωμικό οξύ» χημ. γενική ονομασία τών υδατικών διαλυμάτων τού υδροβρωμίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδροβρώμιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ] … Dictionary of Greek
υδραλογόνα — τα, Ν χημ. γενική ονομασία τών ανόργανων οξέων που σχηματίζονται με την ένωση τών αλογόνων με το υδρογόνο, όπως είναι το υδροβρώμιο, το υδροϊώδιο, το υδροφθόριο και το υδροχλώριο … Dictionary of Greek